Η ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΡΕΒΕΝΩΝ:
Η πόλη των Γρεβενών χτίστηκε ακριβώς πλάι στις θέσεις δυο αρχαίων-ρωμαϊκών οικισμών, από τους οποίους ο ένας βρισκόταν δυτικά (στο ύψωμα «Μπούσιου μύλος») και ο άλλος ανατολικά (στη ράχη «Άγιος Αθανάσιος») από τα τελευταία σπίτια της σημερινής πόλης. Επίσης, λείψανα ενός άλλου αρχαίου οικισμού, με διάρκεια ζωής από τα προϊστορικά ως τα ρωμαϊκά χρόνια, επισημάνθηκαν στο ύψωμα «Τούμπα», που βρίσκεται σε απόσταση μόλις τριών χιλιομέτρων βόρεια από τα Γρεβενά. Κομμάτι της αρχαίας Ελιμείας και κοιτίδα των Δωριέων, η περιοχή διέγραψε δημιουργική πορεία έντονης πολιτιστικής, κοινωνικής και ιστορικής ζωής. Τα Γρεβενά αναφέρονται για πρώτη φορά σε κείμενο με το όνομα Γριβάνα από τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο (905 – 953). Το όνομα συναντιέται σε γραπτές και προφορικές πηγές με τις παραλλαγές «Γραιβινό», «Γρεβενός», «Γρεβυνόν», «Γκρεμπενίτζ», «Γρεβαινά», «Γρεβαινό» κλπ. Το πιθανό είναι η τοπωνυμία να είναι λατινικής προέλευσης, καθώς στη λατινική γλώσσα υπάρχει η λέξη gravis = δυσχερής, απότομος, τραχύς και το επίρρημα grave με παραπλήσιες έννοιες.Την περίοδο της τουρκοκρατίας, υπήρξε αρματολίκι και αναφέρεται το 1537 ως ένα από τα πέντε στα οποία χωριζόταν η Μακεδονία κάτω από τον Αξιό ποταμό. Στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε ο Μητροπολίτης Γρεβενών Αιμιλιανός.
Τα Γρεβενά βρίσκονται στο νοτιοδυτικό τμήμα της Δυτικής Μακεδονίας, στο δυτικό λεκανοπέδιο του ποταμού Αλιάκμονα, βόρεια του μεγαλύτερου παραπόταμού του Βενέτικο. σε υψόμετρο 530 μέτρα
ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ ΓΡΕΒΕΝΩΝ: 1. Πορτιτσα ΓρεβενώνΤο γεφύρι της Πορτίτσας βρίσκεται στο χωριό Σπήλαιο, του νομού Γρεβενών και απέχει 45 χιλιόμετρα από την ομώνυμη πρωτεύουσα. Πιθανότατα είναι το δημοφιλέστερο και ομορφότερο γεφύρι του νομού καθώς με το υπέροχο τοπίο που δημιουργεί το βαθύ φαράγγι με το καλά συντηρημένο γεφύρι και η ευκολία της πρόσβασης σ’ αυτό δημιουργούν ένα μνημείο απαράμιλλης και ασύγκριτης ομορφιάς.Ανάμεσα στα βουνά Σπηλαίου και Λυκότρυπας δημιουργείται η κοιλάδα Κανάβη. Η ευχάριστη αγκαλιά της κοιλάδας με τα νερά του ορεινού ρέματος να κυλούν νωχελικά ανάμεσα σε κροκάλες και πλατάνια, ημερεύει τη σκληρότητα της ορεινής γης. 2.Εθνικό πάρκο βόρειας ΠίνδουΤο Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου αποτελεί το μεγαλύτερο χερσαίο Εθνικό Πάρκο της χώρας. Η έκταση του προσεγγίζει τα 2 εκατομμύρια στρέμματα, αποτελώντας μια περιοχή μοναδικής οικολογικής και περιβαλλοντικής αξίας σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. 3.Αζίζ Αγά Βρίσκεται στον ποταμό Βενέτικο και έχει μήκος 75, πλάτος 3 και ύψος 15 μέτρα. Αποτελείται από τρεις καμάρες, με μέγιστη την κεντρική που απολήγει σε ελλειψοειδές τόξο. Υπήρχε λίθινο στηθαίο κατά μήκος της γέφυρας. Πάνω από τα βάθρα της βόρειας και της νότιας πλευράς υπάρχουν ανακουφιστικά ανοίγματα, που λειτουργούν ως υπερχειλιστές. Κατασκευάστηκε τον 19ο αιώνα. Φυσικά υπάρχουν και αλλά αξιοθέατα.Για μένα τα τρία πιο ενδιαφέρον είναι οι παραπάνω τουριστικοί προορισμοί.
Η γουρουνοχαρα Κατά έναν πολύ περίεργο τρόπο στις Αμυγδαλιές Γρεβενών την ημέρα των Χριστουγέννων γίνονταν η «γουρνοχαρά». Δηλαδή το σφάξιμο των γουρουνιών. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που στο χωριό, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, όσοι έχουν την ονομαστική τους εορτή (Χρήστος, Χριστίνα, Μανώλης…), γιορτάζουν όχι στις 25, αλλά στις 26 Δεκεμβρίου. Γιατί η «γουρνοχαρά» για να ετοιμαστεί, θέλει πολύ δουλειά και δεν αφήνει περιθώρια για γιορτές. Η «γουρνοχαρά» είναι ένα από τα»σημαντικότερα χριστουγεννιάτικα έθιμα. Έτσι από παλιά όλες οι οικογένειες έκαναν τα πάντα για να έχουν τον μεγαλύτερο χοίρο, δίνοντάς του να φάει αλεσμένο καλαμπόκι, πίτουρα, ακρίσιο, ζεστό νερό και αλάτι. Ήταν η εποχή που οι οικογένειες εξέτρεφαν τα χοιρινά για το κρέας και το λίπος τους. Όταν μάλιστα η οικογένεια είχε πολλά μέλη, το γουρούνι έπρεπε να παχύνει πολύ, ώστε το λίπος του να είναι αρκετό. Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με εξαιρετική φροντίδα, ενώ επακολουθούσε γλέντι μέχρι τα ξημερώματα. Άλλωστε το κρέας του γουρουνιού ήταν το μόνο κρέας που θα έτρωγαν για όλο το χρόνο. (Εκτός πια και αν ψοφούσε κάποιο πρόβατο, γίδα ή κότα.) Για κάθε σφαγή μεγάλου γουρουνιού απαιτούνταν 5-6 άνδρες, εκτός των παιδιών, που έφταναν πολλές φορές τα 20-25, τα οποία περίμεναν να πάρουν τη «φούσκα» του γουρουνιού, να τη φουσκώσουν και να παίξουν μ’ αυτή ποδόσφαιρο και άλλα παιχνίδια. Επειδή όμως η όλη εργασία είχε ως επακόλουθο το γλέντι και τη χαρά, γι’ αυτό και η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ως "γουρουνοχαρά ή γουρνοχαρά". Όταν μάλιστα προσκαλούσαν κάποιον την ημέρα αυτή, δεν έλεγαν "έλα να σφάξουμε το γουρούνι", αλλά "έλα, έχουμε γουρουνοχαρά". Η εργασία ήταν σκληρή και ο σφαγέας έπρεπε να είναι καλός τεχνίτης. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις αναγκαζόταν να χρησιμοποιήσει τσεκούρι για να αποκόψει την καρωτίδα. Υπήρχαν περιπτώσεις που δεν μπορούσαν να το σφάξουν, οπότε το γουρούνι έτρεχε να ξεφύγει με μισοκομμένο λαιμό. Επίσης, το γδάρσιμο απαιτούσε χέρι δυνατό και τεχνικό για να μην κάνει τρύπες, δεδομένου ότι το δέρμα αυτό το χρησιμοποιούσαν και έκαναν τα λεγόμενα «γουρνοτσάρουχα», που τα φορούσαν για όλο το χρόνο και προπαντός στα χωράφια. Μετά το γδάρσιμο, άρχιζε το κόψιμο του λίπους (παστού), για να γίνει έπειτα το κόψιμο του κρέατος σε μικρά κομμάτια. Το αλάτιζαν και το έβαζαν στην «κάδ’» (ξύλινος κάδος) για να το έχουν σαν ένα από τα κύρια φαγητά τους τις παγωμένες νύχτες του χειμώνα. Αφού τελείωναν όλες τις δουλειές, καταπιάνονταν ύστερα με το γέμισμα των λουκάνικων, για τα οποία έδειχναν ιδιαίτερη επιμέλεια. Το κρέας το έκοβαν κομματάκια με μαχαίρια. Το έπαιρναν κυρίως από τα πλευρά και το φιλέτο. Αυτό το κομμένο κρέας το έβραζαν μαζί με κομμένα πράσα και διάφορα μπαχαρικά, τα οποία έκαναν τα λουκάνικα να ευωδιάζουν. Να σημειώσουμε ότι λουκάνικα έφτιαχναν με τον ίδιο περίπου τρόπο και με το συκώτι του γουρουνιού (σκ’ωτένια ή σκ’ωτίσια). Το λίπος, τον λεγόμενο «παστό», το έκοβαν μικρά κομματάκια και το ‘λιωναν μέσα σε καζάνι, που έβραζε κάτω από μεγάλη φωτιά. Για να λιώσει το παστό, η νοικοκυρά πάσχιζε πραγματικά, επί 2-3 ημέρες, ανάλογα με την ποσότητά του. Αφού άδειαζε το ρευστό λίπος στο δοχείο, έμεναν τα υπολείμματα, μικρά τεμάχια που όχι μόνο δεν τα πετούσαν, αλλά αποτελούσαν τους καλύτερους μεζέδες για όλους. Αυτά τα ροδοκοκκινισμένα κομματάκια, ιδιαίτερα ελκυστικά και γευστικά για πολλούς, ήταν οι «τσιγαρίδες». Το γουρουνίσιο κρέας γινόταν μαγειρευτό αλλά ο καλύτερος μεζές του ήταν η τηγανιά, μικρά κομμάτια χοιρινού στο τηγάνι με ρίγανη. Το λιωμένο λίπος (=λίγδα) το έβαζαν σε δοχεία λαδιού ή πετρελαίου και αφού πάγωνε, διατηρούνταν σχεδόν όλο το χρόνο. Οι κάτοικοι το χρησιμοποιούσαν όλο το χρόνο και σε όλα σχεδόν τα φαγητά. Υπήρχαν μάλιστα περιπτώσεις που πολλοί δεν το αντικαθιστούσαν με τίποτα. Ακόμα τοποθετούσαν μέσα στη λίγδα κομμάτια βρασμένου κρέατος που το έλεγαν «καβουρμά». Ο «καβουρμάς» κρατούσε, χωρίς να χαλάσει, μέχρι το καλοκαίρι. Ακόμα και το καλοκαίρι στα φαγητά τους χρησιμοποιούσαν λίπος, γιατί ήταν δική τους παραγωγή και επομένως φθηνό, σε αντίθεση με το λάδι που το αγόραζαν μισή ή μια οκά για να περάσουν ένα και δυο μήνες. Επίσης, πολλές φτωχές οικογένειες δεν αγόραζαν καθόλου λάδι και δεν ήξεραν ούτε ποιο είναι το χρώμα του. Από το γουρούνι τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Τίποτα δεν πετούσαν. Με το κεφάλι, τα αυτιά και τα πόδια, έφτιαχναν πατσά. Τον πατσά τον έβαζαν σε πιάτα, τον άφηναν να παγώσει και έτρωγαν σχεδόν όλο το χειμώνα.
http://users.sch.gr/karaliolio/ROYNGOYTSARIA.htm
Wikipedia.org
http://www.visit-grevena.gr/points-of-interest/