Ηγουμενίτσα

Η Ηγουμενίτσα είναι μια σχετικά καινούρια πόλη που ανοικοδομήθηκε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα: το 1908, επί σουλτάνου Ρεσάτ Πασά, ο Χαμίτ Μπέης του Γκρικοχωρίου[1](παλιό Γραικοχώρι), προικισμένος με σπάνια διορατικότητα για την εποχή, είχε προμαντέψει την αξία του λιμανιού της Ηγουμενίτσας και σκέφτηκε να ιδρύσει σ’ αυτό μια πόλη κοντά στην παραλία, που θα ονομαζόταν προς τιμήν του σουλτάνου «Ρεσατ-γιέ». Τα φιλόδοξα σχέδια του Χαμίτ διακόπτονται από την έναρξη των βαλκανικών πολέμων και την ενσωμάτωση της περιοχής στο ελληνικό κράτος τον Φεβρουάριο του 1913. Σε απογραφή του 1920 η Κοινότητα Ηγουμενίτσας αριθμούσε 649 κατοίκους και τρεις οικισμούς: την Ηγουμενίτσα, τη Γράβα και το Λιμάνι. Τρία χρόνια αργότερα, τα τραγικά γεγονότα της μικρασιατικής καταστροφής, οδηγούν στην περιοχή μερικές εκατοντάδες πρόσφυγες που εγκαθίστανται στην πόλη και την εμπλουτίζουν με νέο ανθρώπινο δυναμικό.[2] Μερικά λίθινα εργαλεία της Μέσης Παλαιολιθικής περιόδου (παρουσιάζονται στην έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου), αποτελούν ένδειξη για την εμφάνιση του προϊστορικού ανθρώπου στην περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα η πόλη της Ηγουμενίτσας. Στην εποχή του χαλκού η περιοχή ανήκε στο φύλο των Θεσπρωτών και κατά την παράδοση το νησάκι Αγιονήσι στον κόλπο της Ηγουμενίτσας, ήταν ο βράχος που έριξε ο Πολύφημος στον Οδυσσέα. Επίσης στην Οδύσσεια αναφέρεται η επίσκεψη του Οδυσσέα στον βασιλιά Φείδωνα και στο θεσπρωτικό ιερό Μαντείο της Δωδώνης.

Επιμάλεια:Δημήτρης Ψαρρός