Η Κάρπαθος είναι το δεύτερο σε έκταση νησί του ελληνικού νησιωτικού συμπλέγματος της Δωδεκανήσου (μετά τη Ρόδο). Έχει έκταση 302,152 τ.χλμ., μήκος ακτών 160 χλμ. και συνολικό πληθυσμό 6.226 κατοίκους (απογραφή 2011). Αποτελεί πλούσιο βιότοπο και γι' αυτόν τον λόγο διαθέτει προστατευόμενες περιοχές, όπου επιζούν πληθυσμοί διαφόρων ειδών πανίδας που απειλούνται με εξαφάνιση.Βρίσκεται στη μέση του Καρπαθίου πελάγους μεταξύ Ρόδου και Κρήτης και έχει πρωτεύουσα τα Πηγάδια (ή Κάρπαθο) (2.788 κάτοικοι).
Για την ονομασία του νησιού, υπάρχουν πολλές εκδοχές. Ο Όμηρος την ονομάζει Κράπαθο, σύμφωνα με αναφορά στα Γεωγραφικά του Στράβωνα. Άλλα αρχαία ονόματα του νησιού είναι Τετράπολις, Ανεμόεσσα, ενώ κατά το Μεσαίωνα ονομαζόταν Scarpanto (η ονομασία αυτή για το νησί επιβιώνει ακόμη στα ιταλικά). Η Κάρπαθος έχει δώσει το όνομά της στο πέλαγος που την περιβρέχει, το Καρπάθιο Πέλαγος.
Το βραχώδες αλλά παλαιότερα καταπράσινο νησί, χαρακτηρίζεται από τις ψηλές βουνοκορφές του, οι οποίες αγγίζουν τα 1.215 μέτρα. Νοτιότερο σημείο του νησιού αποτελεί το ακρωτήριο Κάστελλος. Διατηρεί ακόμα μέτριας έκτασης πυκνά και αραιότερα πευκοδάση στα βόρεια και στα κεντροδυτικά του νησιού. Το έντονο ανάγλυφο χαρίζει στον επισκέπτη τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, συνδυάζοντας την ομορφιά του βουνού και της θάλασσας. Ψηλά βουνά απ' τη μια και απότομες χαράδρες από την άλλη. Στα βράχια και τις βραχώδεις ακτές υπάρχουν ο Μαυροπετρίτης και ο Αιγαιόγλαρος, δύο υπό εξαφάνιση είδη πουλιών. Η Κάρπαθος είναι γενικότερα πέρασμα αποδημητικών πτηνών. Μικροί κολπίσκοι και παραλίες με κρυστάλλινα νερά σχηματίζονται κατά μήκος όλης της ανατολικής πλευράς του νησιού και προσεγγίζονται εύκολα οι περισσότερες, είτε μέσω του ασφαλτοστρωμένου οδικού δικτύου, είτε με εκδρομικά πλοιάρια από την πόλη της Καρπάθου. Μερικές από αυτές έχουν βραβευθεί με την τιμητική γαλάζια σημαία, λόγω της ασφάλειας, της οργάνωσης και της καθαριότητάς τους. Υπάρχουν και άγνωστες και απόκρημνες ακτές, που προσεγγίζονται με μονοπάτια που περνούν μέσα από πεύκα και πηγές. Υπάρχουν επίσης σπήλαια με σταλακτίτες και σταλαγμίτες κυρίως στα κεντρικά του νησιού. Στα βόρεια του νησιού εκτείνεται η νησίδα Σαρία.
Η Κάρπαθος είναι η μυθολογική πατρίδα του τιτάνα Ιαπετού, νήσος της γέννησης του Πρωτέα, που ήταν ο πρώτος βασιλιάς της και τόπος ανατροφής της Αθηνάς. Στην Κάρπαθο έζησε ένα μέρος της ζωής του και ο Προμηθέας. Η κατά τον Όμηρο «Κράπαθος» αρχικά αναφέρεται ότι βρισκόταν υπό Μινωική επιρροή και αργότερα υπήρξε μέλος της Αθηναϊκής συμμαχίας μέχρι το 400 π.Χ., που κατακτήθηκε από τους Ροδίους. Κατά την αρχαιότητα, υπήρχαν 4 οχυρωμένες πόλεις: η Αρκάσια, η Βρυκούς, η Κάρπαθος και η Σάρος, στη νησίδα Σαρία. Στον πορθμό πλάτους 100 περίπου μέτρων που χωρίζει τα δυο νησιά, υπάρχουν, από τη μεριά της Καρπάθου, ερείπια του αρχαίου ναού του Πορθμίου Ποσειδώνα, ενώ ο όρμος του Τριστόμου ήταν το μεγάλο φυσικό λιμάνι της αρχαίας Βρυκούντος.
Μεταγενέστερα, πέρασε διαδοχικά στα χέρια των Ρωμαίων και των Βυζαντινών, των Γενοβέζων (Ανδρέα και Λουδοβίκο Μορέσκο), των Ενετών (οικογένεια Κορνάρο) και των Οθωμανών Τούρκων. Το Μεσαίωνα, το νησί ονομαζόταν στα βενετσιάνικα Σκάρπαντο (Scarpanto) και στα τούρκικα Κερπέ (Kerpe).Το 1912, καταλήφθηκε στρατιωτικά από τους Ιταλούς και αποτέλεσε τμήμα της Κτήσης των Ιταλικών Νήσων του Αιγαίου. Η ελευθερία ήρθε στην Κάρπαθο νωρίτερα από τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα, όταν στις 5 Οκτωβρίου 1944, με πρωτοστάτες τους κατοίκους των Μενετών, ξεκίνησε η επανάσταση της Καρπάθου οπότε και εκδιώχθηκαν οριστικά οι Ιταλοί από το νησί.[7] Στις 11 του ίδιου μήνα, έγινε στο Απέρι η επίσημη παράδοση των Ιταλών και η διακήρυξη της ένωσης του νησιού με τη μάνα Ελλάδα, υψώθηκε η Ελληνική σημαία και τελέσθηκε πανηγυρική δοξολογία. Στις 10 Οκτωβρίου μια βάρκα στην οποία επέβαινε επταμελής αποστολή των επαναστατημένων Καρπαθίων, η Immacolata (ή Κάρπαθος όπως μετονομάστηκε), αναχώρησε από το Φοινίκι για την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου με σκοπό να παραδώσει το μήνυμα της Καρπαθιακής Επανάστασης στην εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση του Καΐρου. Το 1912, καταλήφθηκε στρατιωτικά από τους Ιταλούς και αποτέλεσε τμήμα της Κτήσης των Ιταλικών Νήσων του Αιγαίου. Η ελευθερία ήρθε στην Κάρπαθο νωρίτερα από τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα, όταν στις 5 Οκτωβρίου 1944, με πρωτοστάτες τους κατοίκους των Μενετών, ξεκίνησε η επανάσταση της Καρπάθου οπότε και εκδιώχθηκαν οριστικά οι Ιταλοί από το νησί.[7] Στις 11 του ίδιου μήνα, έγινε στο Απέρι η επίσημη παράδοση των Ιταλών και η διακήρυξη της ένωσης του νησιού με τη μάνα Ελλάδα, υψώθηκε η Ελληνική σημαία και τελέσθηκε πανηγυρική δοξολογία. Στις 10 Οκτωβρίου μια βάρκα στην οποία επέβαινε επταμελής αποστολή των επαναστατημένων Καρπαθίων, η Immacolata (ή Κάρπαθος όπως μετονομάστηκε), αναχώρησε από το Φοινίκι για την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου με σκοπό να παραδώσει το μήνυμα της Καρπαθιακής Επανάστασης στην εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση του Καΐρου.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Καρπάθου βρίσκεται στην πρωτεύουσα του νησιού, τα Πηγάδια, και άρχισε να λειτουργεί από το 2005 με τη συνεργασία των δύο τοπικών Εφορειών Αρχαιοτήτων (ΚΒ΄ ΕΠΚΑ-4η ΕΒΑ) στο πλαίσιο του Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης. Στεγάζεται στη δυτική πτέρυγα του Eπαρχείου, κτηριακό συγκρότημα της περιόδου της Ιταλοκρατίας. Πρόκειται για διαχρονικό μουσείο και περιλαμβάνει εκθέματα από τους προϊστορικούς χρόνους ως τους μεταβυζαντινούς.
Ένα δίπατο κτίσμα, ηλικίας περίπου 200 ετών, στην είσοδο του οποίου υπάρχουν λαξευτοί τάφοι, είναι το κτίριο που στεγάζει το Λαογραφικό Μουσείο Μενετών. Στον επάνω όροφο, με το ασπρόμαυρο βοτσαλωτό δάπεδο, φιλοξενούνται αντικείμενα της καθημερινής ζωής των κατοίκων του χωριού, μουσικά όργανα και παλιές φωτογραφίες. Στην αρχή, ο όροφος κτιζόταν με προορισμό να γίνει εκκλησάκι, το οποίο όμως ποτέ δεν φτιάχτηκε. Στον κάτω όροφο στεγαζόταν το οστεοφυλάκιο του χωριού και η μετατροπή του σε μουσείο ξεκίνησε το 1995. Εκεί υπάρχουν αγροτικά εργαλεία και παραδοσιακά σκεύη της κουζίνας, καθώς και μεγάλη συλλογή από πιάτα, ζωγραφισμένα στο χέρι, με διάφορα λαϊκότροπα μοτίβα.
Στο Λαογραφικό Μουσείο, που βρίσκεται στο Όθος της Καρπάθου, στο παραδοσιακό σπίτι του Βαρίκα και του Αριστοτέλη Σταβράκη, ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να θαυμάσει μια πιστή αναπαράσταση του εσωτερικού του ενός καρπάθικου σπιτιού, όπως αυτό ήταν στο παρελθόν. Το παραδοσιακό σπίτι της Καρπάθου, συνήθως μονόχωρο, εξυπηρετούσε με σοφό τρόπο τις ανάγκες της καθημερινής ζωής. Διαιρούνταν σε ένα χαμηλότερο τμήμα, τον πάτο, όπου βρίσκονταν ένας ξύλινος καναπές και ένα χαμηλό τραπέζι για το φαγητό (που ονομάζεται σοφράς) ενώ σε ένα υπερυψωμένο ξύλινο πατάρι στο πίσω μέρος του, τον σουφά, κοιμόταν σε στρώματα όλη η οικογένεια. Χειροποίητα κεντήματα και κιλίμια στόλιζαν τα κάγκελα του σουφά, από το οποία το πιο περίτεχνο, η στυλομαντήλα, κάλυπτε το στύλο, ένα ξύλινο κατακόρυφο δοκάρι στο μέσο του δωματίου, συμβολικό και πραγματικό στήριγμα του σπιτιού. Πολυάριθμα πιάτα και γυαλικά, τοποθετημένα σε ξύλινα ράφια γύρω από τους τοίχους, συμπλήρωναν τον πλούσιο διάκοσμο. Ακόμα υπάρχουν εκτεθειμένα είδη της καθημερινής αγροτικής ζωής, καθώς και είδη λαϊκής τέχνης, όπως κεραμικά, υφαντά και μουσικά παραδοσιακά όργανα. Το Μουσείο ανήκει στο Συμβούλιο Εργασίας και Χαράς του Όθου.
Στο κέντρο της Αρκάσας λειτουργεί μουσείο, με ιστορικά, αρχαιολογικά ευρήματα αλλά και εκκλησιαστικά, παραδοσιακά αντικείμενα. Τα ευρήματα προέρχονται από την Ακρόπολη της Αρκεσίας, αλλά και από την εκκλησία της Αγίας Αναστασίας, η οποία βρισκόταν στο σημείο που σήμερα είναι χτισμένη η εκκλησία της Αγίας Σοφίας.
Το Υπαίθριο Αγροτικό μουσείο βρίσκεται στο χωριό Πυλές και έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να παρουσιάζει με όσο το δυνατό ρεαλιστικό τρόπο τη ζωή στην Κάρπαθο. Όταν επισκεφθείτε το μουσείο μπορείτε να δείτε μία αγροικία, έναν ανεμόμυλο, ένα πατητήρι, ένα αλώνι, ένα φούρνο, ένα μικρό αμφιθέατρο ενώ θα περπατήσετε σε πλακόστρωτες διαδρομές και διαδρομές διαμορφωμένες για άτομα με κινητικές δυσκολίες. Έχουν φυτευτεί κλήματα και διάφορα οπωροφόρα δέντρα και ο επισκέπτης μπορεί να έρθει σε επαφή με την αγροτική ζωή του παρελθόντος στην Κάρπαθο αλλά και τον κύκλο επεξεργασίας σημαντικών προϊόντων για το νησί, όπως δημητριακά και κρασί.
Το γλυπτό μιας γερασμένης γυναίκας, ντυμένη με τα παραδοσιακά ρούχα, που κοιτάζει προς το πέλαγος περιμένοντας την επιστροφή όσων μετανάστευσαν, αποτίοντας φόρο τιμής στους ξενιτεμένους και στη συνεισφορά των Ολύμπιων γυναικών. Η ξενιτιά βοήθησε στην ανάπτυξη του τόπου μέσω των εμβασμάτων που έστελναν οι συντοπίτες τους από το εξωτερικό αλλά ήταν συνάμα και πληγή για τους Καρπάθιους. Τα συναισθήματα αυτά αποτυπώνονται στη μορφή της γυναίκας που με καρτερικότητα περιμένει τους ξενιτεμένους.
Ένα από τα καλύτερα σωζόμενα μνημεία της Καρπάθου. Βρίσκεται στο Λευκό, στη νοτιοδυτική ακτή του νησιού. Το κύριο χαρακτηριστικό του είναι η υπόγεια δεξαμενή, λαξευτή στο βράχο. Αποτελείται από κεντρική ορθογώνια αίθουσα διαστάσεων 4X9 μ. με τρεις σειρές πεσσών, στους οποίους στηρίζονται τέσσερις σειρές ορθογωνίων πλακών που σχηματίζουν την οροφή της. Στη βόρεια στενή και στην ανατολική μακριά πλευρά της ανοίγονται επτά συνολικά τυφλές στοές με θολωτή οροφή. Τα εσωτερικά τους τοιχώματα και η οροφή, όπως και τα τοιχώματα της κεντρικής αίθουσας, είναι επιχρισμένα με παχύ στρώμα υδραυλικού κονιάματος.
Η Κάρπαθος, αν και μικρό νησί, διαθέτει πολύ μεγάλο και πλούσιο λαϊκό πολιτισμό και διατηρεί ακόμα με μεγάλη προσήλωση τις παραδόσεις της και τα ήθη και έθιμά της. Η προσήλωση αυτή οφείλεται στη γεωγραφική της θέση, (μακριά από την κεντρική Ελλάδα) και στη γνήσια και καθαρή ελληνική ψυχή του Καρπάθιου. Πολλοί Έλληνες και ξένοι ασχολήθηκαν με την Κάρπαθο και άφθονο λαογραφικό υλικό έχει δημοσιευθεί σε βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες, αλλά και πάρα πολύ βρίσκεται αδημοσίευτο σε χέρια ερευνητών. Λόγω του μεγάλου λαογραφικού της πλούτου, η Κάρπαθος θεωρείται από τους σημαντικότερους «αιμοδότες» της Ελληνικής Λαογραφίας. Aνεκτίμητης αξίας θησαυροί για την Κάρπαθο είναι τα λαογραφικά έργα του Μανωλακάκη, Μιχαηλίδη Νουάρου, Γεωργίου, Αλεξιάδη. Το μεγαλύτερο μέρος από το λαογραφικό υλικό τους διατηρείται ακόμα από τους όπου γης Καρπάθιους. Είναι αξιοπρόσεκτο με πόση ευλάβεια, όχι μόνο οι μόνιμα διαμένοντες, αλλά και οι Καρπάθιοι της διασποράς διατηρούν τη φιλολογική, αλλά και την εθιμική λαογραφία της Καρπάθου.
Δημοτικά τραγούδια και αυτοσχέδιες της στιγμής μαντινάδες, παροιμίες, αινίγματα, παραμύθια, μύθοι, παραδόσεις, ευχές, κατάρες και όρκοι είναι στα στόματα και στις καθημερινές συζητήσεις των Καρπάθιων νέων και γέρων, αντρών και γυναικών. Ξεχωριστή θέση έχει βέβαια, το καθιστό Καρπάθικο γλέντι, το οποίο δίνει την ευκαιρία να ζωντανεύουν τα δημοτικά τραγούδια της Καρπάθου, αλλά και παρουσιάζεται το ποιητικό ταλέντο του Καρπάθιου, με τις μαντινάδες της στιγμής, που εκφράζουν τον πόνο και τη χαρά τους, ανάλογα με την περίσταση. Τέτοιου είδους γλέντια που συμμετέχουν πάντα τα τοπικά μουσικά όργανα (τσαμπούνα, λύρα, λαούτο, βιολί) παρακολουθεί κανείς σε πανηγύρια, σε κοινωνικές εκδηλώσεις (βαφτίσεις, γάμους, ονομαστικές εορτές) μετά από τα πλούσια τραπέζια (τάβλα) με παραδοσιακά φαγητά, που παρατίθεται για όλους τους προσκαλεσμένους. Στις ίδιες εκδηλώσεις απολαμβάνει και τους τοπικούς στους οποίους καταλήγουν τα καλά γλέντια.
Μερικοί από τους χορούς αυτούς είναι Σιγανός, ο Γονατιστός, ο Πάνω χορός, η Σούστα, ο Φουμιστός (μόνο στο γάμο), ο Ζερβός, τα Κεφαλλονίτικα, ο Αντιπατητής, ο Αρκηστής. Από αυτούς, οι πέντε πρώτοι χορεύονται συχνότερα. Κυρίως ο Πάνω χορός και η Σούστα.
Πολλά έθιμα πρωτότυπα κιόλας, που έχουν τις ρίζες τους στην αρχαιότητα, διασώζονται ακόμη στην Κάρπαθο και οι Καρπάθιοι αισθάνονται ιδιαίτερα υπερήφανοι κάθε φορά που συμμετέχουν σ’ αυτά. Πολιτιστικοί Σύλλογοι και το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου, οργανώνουν εκδηλώσεις τοπικού χαρακτήρα και χρώματος (αναβιώσεις εθίμων, γιορτές κρασιού «Βωλάδα και Όθος», συναντήσεις, φεστιβάλ χορών και χοροσπερίδες). Τα λεπτοδουλεμένα, ποικιλόχρωμα υφαντά κεντήματα και πλεκτά που αποτελούν την διακόσμηση, τη «στολισιά» του Καρπάθικου «σουφά» είναι υπόθεση της Καρπαθιάς νοικοκυράς και σπουδαίο κεφάλαιο της λαογραφικής κληρονομιάς της. Μέσα στο σπίτι αυτό, το μεγάλο Καρπάθικο σπίτι που είναι από μόνο του ένα μικρό λαογραφικό μουσείο, με εργόχειρα, τα ξυλόγλυπτα, τα κάδρα των παππούδων και των γονέων, γίνονται οι χαρές της οικογένειας, αλλά και τα πλούσια τραπέζια στους «φιλοξενούμενους», στους οποίους προσφέρονται και παραδοσιακά εδέσματα, ποτά και γλυκά.