4
Η Σύμη είναι το όγδοο σε μέγεθος ελληνικό νησί του συμπλέγματος των Δωδεκανήσων. Βρίσκεται περί τα 12 μίλια ΒΔ. της Ρόδου, προ του ομώνυμου μικρασιατικού κόλπου της Σύμης, ή κόλπου Συμπεκί κατά τους Τούρκους, με συνολική έκταση 57,865 τ.χλμ.. Απέχει 255 μίλια από τον Πειραιά, περίπου 27 μίλια ανατολικά από τη Νίσυρο και 3,7 μίλια από την εγγύτερη ακτή της Τουρκίας.Το φυσικό της λιμάνι είναι ο Γιαλός, (εκ του Αιγιαλός), πέριξ του οποίου είναι κτισμένη η πόλη αμφιθεατρικά. Κατά την απογραφή του 2001 αριθμούσε 2.606 κατοίκους, εκ των οποίων οι 2.427 είναι συγκεντρωμένοι στο άνω τμήμα της πόλης, το λεγόμενο Χωριό, που είναι κτισμένο επί της πλαγιάς του όρους Βίγλα. Υπάρχουν και τα θέρετρα Νημπορ(ε)ιός (εκ του Εμπορειό), βορειότερα, και το Πέδι, ανατολικά. Περίπου το 5% των μονίμων κατοίκων είναι αλλοδαποί Ευρωπαίοι πολίτες, κυρίως Άγγλοι. Ο Γιαλός συνδέεται οδικά με το Χωριό, το Πέδι, τον Νημπορ(ε)ιό, την Μαραθούντα και την Ιερά Μονή Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Πανορμίτη που βρίσκεται στο νοτιότερο δυτικό άκρο της νήσου. Η Σύμη είναι τουριστικός προορισμός παγκοσμίου βεληνεκούς λόγω της αρχιτεκτονικής της. Από το 2009 λειτουργεί στο νησί εργοστάσιο αφαλάτωσης.
Ονομασία - Πρώτοι Κάτοικοι Επεξεργασία Η Σύμη κατοικείται από τα προϊστορικά ακόμα χρόνια. Μερικά ονόματα που αναφέρονται είναι, Καρίκη, Μεταποντίς, Αίγλη, και Σύμη από το όνομα της συζύγου του Γλαύκου που θεωρείται ο πρώτος κάτοικος στη γη αυτή. Εικάζεται ότι οι αρχικοί κάτοικοι της ήταν οι Κάρες και οι Φοίνικες. Μετά ήρθαν οι Δωριείς.[εκκρεμεί παραπομπή] Αρχαία χρόνια Επεξεργασία Η Σύμη είναι γνωστή από τη μυθολογία. Στο νησί, σύμφωνα με την παράδοση γεννήθηκαν οι τρεις Χάριτες. Το σημερινό όνομά της το οφείλει, σύμφωνα με το Διόδωρο το Σικελιώτη, στη Νύμφη Σύμη, που κατά το μύθο ζευγάρωσε με τον Ποσειδώνα, θεό της θάλασσας. Καρπός του έρωτά τους υπήρξε ο Χθόνιος, που έγινε βασιλιάς των πρώτων κατοίκων του νησιού. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, η Σύμη ήταν κόρη του Ιαλυσού και της Δώτιδας και ήταν η επώνυμη ηρωίδα του νησιού.[1] Τη Σύμη στην αρχαιότητα τη συναντάμε και με άλλες ονομασίες, όπως Καρική, Έλκουσα, Αίγλη και Μεταποντίς, οι οποίες όμως ήταν προγενέστερες. Πρώτοι κάτοικοι του νησιού θεωρούνται οι Κάρες και οι Λέλεγες, από τη γειτονική μικρασιατική ακτή, Φοίνικες και μετά πήγαν εκεί άποικοι από την ηπειρωτική Ελλάδα. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα του αναφέρει ότι ο βασιλιάς της, ο Νιρεύς, οδήγησε στην Τροία τρία πλοία. Η Σύμη ανέκαθεν ανήκε στην επικράτεια των Ροδίων. Μόνο για ένα σχετικά μικρό διάστημα κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. πέρασε στην κυριαρχία των Αθηναίων. Στα ιστορικά χρόνια εντάχτηκε στην αθηναϊκή συμμαχία και αποτέλεσε αθηναϊκή βάση κατά τον Πελλοπονησιακό πόλεμο. Η ιστορία της στα μετέπειτα χρόνια είναι παράλληλη των υπολοίπων νησιών της Δωδεκανήσου. Έτσι πέρασε αρχικά στη Ρωμαϊκή κυριαρχία και αργότερα αποτέλεσε τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι το 1309 οπότε και κατακτήθηκε από τους Ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ρόδου, που εκτιμώντας την προνομιακή θέση του νησιού, το ώθησαν σε μια μακρά περίοδο ευημερίας, που συνδέεται με την ανάπτυξη του εμπορίου, της ναυσιπλοΐας, της σπογγαλιείας και της ναυπηγικής τέχνης. Τουρκοκρατία Επεξεργασία Το 1522 πέρασε στα χέρια των Τούρκων. Η Σύμη την περίοδο αυτή όμως κατείχε σημαντικά εμπορικά και φορολογικά προνόμια και ελευθερίες θρησκευτικής και γλωσσικής έκφρασης. Οι κάτοικοι της Σύμης, με τον στόλο τους, πήραν ενεργά μέρος στην Επανάσταση του 1821. Οι Συμιακοί ζήτησαν από τον Κυβερνήτη Καποδίστρια με υπόμνημά τους στις 27 Ιουλίου 1829 την απελευθέρωσή τους και τη συμπερίληψη του νησιού τους μέσα στα όρια του ελληνικού κράτους. Αίτημα που επανέλαβαν διά του Συμιακού ιερομόναχου Βενέδικτου από τη Ρωσική μονή του Αγίου Όρους του Αγίου Παντελεήμονα, ο οποίος συνέταξε προσωπική παρακλητική επιστολή προς τον νέο Κυβερνήτη[2]Όμως παρά τη μεγάλη προσπάθεια, η Σύμη βρέθηκε ξανά κάτω από την τουρκική κυριαρχία, το 1832. Η κατοχή κράτησε μέχρι το 1912, χρονιά κατά την οποία το νησί πέρασε στα χέρια των Ιταλών. Η ιταλική κατοχή ήταν ιδιαίτερα σκληρή για τους κατοίκους οι οποίοι γνώρισαν χρόνια μεγάλης φτώχειας. Η Ιταλική κυριαρχία έληξε το 1943 χωρίς όμως να τελειώσουν και τα δεινά του νησιού που πολλές φορές άλλαξε χέρια μεταξύ Άγγλων και Γερμανών. Οριστικά περιήλθε στα χέρια των Άγγλων στις 25 Σεπτεμβρίου 1944. Την 8η Μαΐου 1945 ο Γερμανός στρατιωτικός διοικητής της Δωδεκανήσου Όττο Βάγκνερ υπέγραψε το Πρωτόκολλο Παράδοσης της Δωδεκανήσου στους συμμάχους. Παρόντες ήταν ο Άγγλος Ταξίαρχος Μόφφατ, o διοικητής του Ιερού λόχου Τσιγάντες, ένας Ινδός και ένας Γάλλος αξιωματικός. Οι Γερμανοί ήθελαν να γίνει η παράδοση των νησιών στους Έλληνες όμως αυτό δεν το αποδέχθηκαν οι Άγγλοι, οι οποίοι αργότερα επεδίωξαν να κάνουν τα νησιά επαρχία της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Την 31η Μαρτίου 1947 υπεγράφη το Πρωτόκολλο Παράδοσης στην Ελλάδα και η Βρετανική Στρατιωτική Διοίκηση παρέδωσε καθήκοντα στην Ελληνική Διοίκηση. Η οριστική ενσωμάτωση και παράδοση των Δωδεκανήσων στη μητέρα Ελλάδα σημειώθηκε στις 7 Μαρτίου 1948